- τιθηνία
- τῐθην-ία, ἡ,A = τιθήνησις, LXX 4 Ma.16.7 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθηνία — και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α [τιθηνῶ] 1. ανατροφή 2. (ειδικότερα) θηλασμός … Dictionary of Greek
τιθηνίαι — τιθηνίᾱͅ , τιθηνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνεία — και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α βλ. τιθηνία … Dictionary of Greek